Το ερώτημα για ένα ψυχοθεραπευτή, ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, μπροστά σ’ ένα παιδί με συμπτώματα στην μάθηση – την γραφή, την ανάγνωση ή την αριθμητική – είναι: πιο είναι πραγματικά αυτό το παιδί για να υποφέρει μ’ αυτό τον τρόπο; Παρουσιάζει ένα «μπλοκάρισμα», αλλά τα συμπτώματά του έχουν κάποιο κρυφό νόημα που ακόμα δεν γνωρίζουμε και πρέπει να ξεδιαλύνουμε μαζί. Το αίτημά του είναι : «εξήγησέ μου, μάθε μου, βοήθησέ με». Ταυτόχρονα σε ασυνείδητο επίπεδο λέει : «Όσο και να μου εξηγείτε, βλέπετε ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα».
Σκέπτομαι την αποθάρρυνση, τον θυμό ή την απόρριψη ενίοτε, που νιώθουν οι γονείς, ή άλλου είδους ειδικοί, μπροστά σ’ αυτό το τείχος απουσίας κατανόησης. Αγνοώντας το ασυνείδητο αίτημα του παιδιού, νιώθουν μερικές φορές ότι συνειδητά τους ακυρώνει γιατί αρνείται να μάθει ή ότι το κάνει επίτηδες για να τους στεναχωρήσει. Αυτό το παιδί όμως, πιο πολύ από ειδική επανεκπαίδευση, χρειάζεται να μπορέσει να μιλήσει με έναν ψυχοθεραπευτή για τον εαυτό του, για όσα το απασχολούν έτσι ώστε να το εμποδίζουν να σκεφτεί και να καταλάβει την αριθμητική, την γραμματική και άλλα που διδάσκεται στο σχολείο.
Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις για να απαντήσουμε το ερώτημα ποιος φταίει για την σχολική αποτυχία : Η κοινωνία, η οικογένεια, το παιδαγωγικό σύστημα; Μπορούμε να πούμε ότι η σχολική αποτυχία οφείλεται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων, που εμπλέκονται και επιδρούν ο ένας στον άλλον ενισχυτικά.
Λογική και ενορμήσεις
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση είναι ένας τρόπος για να ανακαλύψουμε το παιδί που κρύβεται πίσω από τον μαθητή. Βλέπουμε την δυσκολία του ως σύμπτωμα μιας πιο βαθιάς εμπλοκής, όπως είναι ο πυρετός για έναν άρρωστο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το σύμπτωμα είναι το κατεξοχήν δείγμα της διαίρεσης του υποκειμένου. Από την μια μεριά ο λογικός χαρακτήρας του και από την άλλη ο κόσμος των ενορμήσεων και των ασυνείδητων αποφάσεων. Όπως σε κάθε νευρωτική σύγκρουση, έχουμε ένα συνεχή αγώνα ανάμεσα σε αυτά τα δυο, που κάνει το σύμπτωμα ένα τελικό συμβιβασμό.
Ένα υποκείμενο δομείται ακολουθώντας τα ιδανικά που του προτείνονται στην διάρκεια της ζωής του. Αυτά είναι κυρίως ιδανικά του κοινωνικο-πολιτισμικού περιβάλλοντος και της οικογένειάς του, που κι αυτή με την σειρά της είναι σημαδεμένη από τις αξίες της κοινωνίας όπου ανήκει. Στις δυτικές κοινωνίες η επιτυχία, το χρήμα, η κατοχή αγαθών και η δύναμη που φέρνουν, αντιπροσωπεύουν στον μέγιστο βαθμό τις επικρατούσες αξίες.
Το παιδί ακούει από πολύ νωρίς αυτό που του ζητάνε : πρέπει να μάθει, πρέπει να πετύχει. Πίσω απ’ αυτό το γονεϊκό αίτημα βρίσκεται η κοινωνική πίεση, η οποία ασκείται πάνω σε όλους και προκαλεί μια βουβή αγωνία, που το παιδί συχνά δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει και αποτυγχάνει. Είναι αδύνατο να διαχωριστεί η διανοητική λειτουργία από όλα όσα συνθέτουν ένα υποκείμενο : συναισθήματα, φαντασιώσεις, ενορμήσεις, επιθυμίες, δηλαδή το υποσυνείδητό του. Για να υπάρξει το υποκείμενο πρέπει να κατανοήσει, να βρει τον δρόμο της δικής του επιθυμίας. Η κατανόηση είναι λοιπόν μια λειτουργία που αγγίζει το σημαντικότερο κομμάτι του είναι.
Η ευφυΐα ως επιθυμία και η αναστολή της
Ετυμολογικά η λέξη «intelligence» (ευφυΐα) προέρχεται από το λατινικό legere, το «διαλέγω». Το ρήμα «interlegere» έτσι έχει την έννοια του «διαλέγω, κρατάω, απορρίπτω, «διαβάζω μέσα από τις γραμμές». Το υποσυνείδητο δηλαδή συμμετέχει ενεργά στις γνωσιακές λειτουργίες και το να είναι κανείς ευφυής σημαίνει να ξέρει να διαβάζει μέσα από τις γραμμές, να κατανοεί τι λέγεται πέραν των λέξεων. Για να μπορέσει το υποκείμενο να γίνει ένα επιθυμούν υποκείμενο πρέπει να βγει από το κουκούλι του και ν’ ανακαλύψει την δική του επιθυμία. Όμως συχνά οι γονείς κάνουν τα πάντα για να ικανοποιήσει το παιδί τη δική τους προσταγή να επιθυμεί να μάθει. Έτσι αυτό βρίσκεται αιχμαλωτισμένο μέσα στο δίχτυ των αιτημάτων τους, αδυνατεί να υποστηρίξει την δική του επιθυμία για γνώση και μπορεί να φτάσει μέχρι να την αναστείλει. Άλλες φορές μπορεί να υπάρχει μια ασυνείδητη σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές ταυτίσεις του υποκειμένου, ανάμεσα στο Υπερεγώ του, με τις προσταγές και τις απαγορεύσεις που κληρονομεί απ’ τους γονείς, και το ιδεώδες του Εγώ, που πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τα κοινωνικά μοντέλα.
«Αναστέλλω» σημαίνει «σταματώ μια κίνηση, μια λειτουργία». Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια ασυνείδητη διακοπή της κίνησης της σκέψης. Στην πνευματική αναστολή υπάρχει σταμάτημα της σκέψης, σταμάτημα της πραγματοποίησης συνειρμών και εκμηδένιση των γνωστικών μηχανισμών. Όλοι μας έχουμε αισθανθεί αυτή την δυσκολία σε κάποια σε κάποια στιγμή της ζωής μας : είναι η μαύρη τρύπα όταν πρέπει ν’ απαντήσουμε σε μια ενοχλητική κατάσταση, είναι μια στιγμή «αποβλάκωσης» που συνοδεύει ένα τραυματικό γεγονός. Πολλοί θα θυμούνται αυτό τον πανικό την ώρα των εξετάσεων, το απόλυτο κενό μπροστά σε μια κόλα χαρτί ή τον εξεταστή. Είναι το αποτέλεσμα μιας ψυχικής σύγκρουσης με τις απωθημένες ενορμήσεις ή μ’ ένα αυστηρό Υπερεγώ, που εσωτερικεύεται ως : «Δεν πρέπει να ξέρεις αυτό που δεν αγνοείς». Αυτός ο τύπος απαγόρευσης της γνώσης συναντάται συχνά και αφορά συνήθως απαγορευμένα μυστικά μέσα στην ιστορία της οικογένειας. Έτσι το υποκείμενο υιοθετεί μια στάση αναδίπλωσης και άγνοιας : να μην σκέπτεται για να ξεφύγει αυτό το άγχος που προκαλούν αυτά που διαισθάνεται ή ξέρει.
Κατανόηση των εμποδίων και απελευθέρωση της «όρεξης» για γνώση και ζωή
Να μην σκέπτεσαι σημαίνει να μην έχεις καμία περιέργεια, όμως η περιέργεια είναι το κίνητρο κάθε γνώσης. Η παιδική περιέργεια συνδέεται με την ενόρμηση της ζωής. Το παιδί θέλει να αποκτήσει γνώσεις για τον εαυτό του και για τον κόσμο, για να διεκδικήσει τη θέση του στη ζωή, να υψώσει το ανάστημά του. Έχει σχέση με τις ενορμήσεις και την απόλαυση της ζωής, όπως λέμε ότι έχω όρεξη να μάθω, καταβρόχθισα ένα βιβλίο, μπούκωσα από μαθήματα, κλπ.
Η «επιθυμία της γνώσης», προέρχεται κατευθείαν από την οπτική ενόρμηση. Η επιθυμία να δούμε διαρθρώνεται με τη σεξουαλική περιέργεια, περιέργεια για τη γνώση, για την πρωταρχική σκηνή. Η γνώση είναι ικανή να αντικαταστήσει τον φαντασιακό φαλλό, αυτός που «ξέρει» διαθέτει μία εξουσία απέναντι σε αυτόν που βρίσκεται μέσα στην άγνοια. Μπορεί όμως και να ανασταλεί αμυντικά για να μην υποφέρει το υποκείμενο ή να μην υποστεί μία φαντασιακή τιμωρία.
Η επιθυμία της μάθησης που προέρχεται από τις ενορμήσεις- δηλαδή απ’ ό,τι πιο ενδόμυχο έχει το υποκείμενο, προϋποθέτει αυτοσυνείδηση και μεγάλη ελευθερία σκέψης. Κανείς δε μπορεί να υποχρεώσει κάποιον να επιθυμεί, όπως δε μπορεί να τον υποχρεώσει να ερωτευτεί. Οι απόπειρες για «μπούκωμα» στα μαθήματα, φροντιστήρια, εντατική στήριξη, παντός είδους πιέσεις είναι προορισμένες ν’ αποτύχουν όταν έχουμε να κάνουμε με αναστολή νευρωτικής τάξης. Το ασυνείδητο αρνείται να υπακούσει!
Ο ρόλος του ψυχαναλυτικού ψυχοθεραπευτή εδώ είναι να ακούσει ανάμεσα και πέρα από τις λέξεις, να αποκρυπτογραφήσει το σύμπτωμα και να δώσει το πλαίσιο στην οικογένεια για να στηρίξει το παιδί να βρει το δρόμο για την επιθυμία του και να αναλάβει την ευθύνη για την πραγμάτωσή της.
δημοσίευση: http://www.womanitymag.gr/1962/
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Βίννικοτ Ντ. , Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
• Γκόλεμαν Ντ., Η συναισθηματική νοημοσύνη, εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
• Κορντιέ Αννυ, Κουμπούρες δεν υπάρχουν, εκδ. ΟΛΚΟΣ
• Μορέν Εντγκαρ, Οι εφτά γνώσεις κλειδιά για την παιδεία του μέλλοντος, εκδ. ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
• Ντολτο Φρανσουαάζ, Σεμινάριο ψυχανάλυσης παιδιών, εκδ. βιβλιοπωλείο της «ΕΣΤΙΑΣ»
• Σαλτζμπεργκερ Ισκα & άλλοι, Η συναισθηματική εμπειρία της μάθησης, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
• Τσιάντης Ι. , Χαντζαρά Β. & άλλοι, Εφηβεία, ένα μεταβατικό στάδιο σε ένα μεταβατικό κόσμο, εκδ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Οδυσσέας Ελύτης